Πείσμα στα αγγλικά

Μετάφραση: πείσμα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
obstinacy, stubbornness, willfulness, tenacity, spite, despite
Πείσμα στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: πείσμα

pet
  • κατοικίδιο ζώο
  • αγαπητό ζώο
  • οργή
  • πείσμα
spite
  • πείσμα
  • έχθρα
  • κακία
tenacity
  • επιμονή
  • πείσμα
  • συνεκτικότητα
  • συνεκτικότης
  • εμμονή
contumacy
  • πείσμα
  • απείθεια
orneriness
  • πείσμα
  • δυστροπία
willfulness
  • πείσμα
  • ισχυρογνωμοσύνη
spitefulness
  • κακεντρέχεια
  • πείσμα
  • κακία
stubbornness
  • πείσμα
  • ισχυρογνωμοσύνη
  • επιμονή
hardheadedness
  • εξυπνάδα
  • πείσμα
refractoriness
  • ανυποταξία
  • πείσμα

Σχετικές λέξεις: πείσμα

πείσμα ορισμός, πείσμα τσαλιγοπούλου lyrics, πείσμα και παιδί, πείσμα συνώνυμα, πείσμα παιδί, πείσμα λεξικό γλώσσας αγγλικά, πείσμα στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • πείνα στα αγγλικά - hunger, famine, starvation, hungry, starving
  • πείραμα στα αγγλικά - experiment, test, experiment was, the experiment, experiment is
  • πεδίο στα αγγλικά - field, scope, scope of, field of, field filled
  • πεδιάδα στα αγγλικά - plain, valley, the plain, plains, plain of
Τυχαίες λέξεις
Πείσμα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: obstinacy, stubbornness, willfulness, tenacity, spite, despite