Poręczenie στα ελληνικά
Μετάφραση: poręczenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τριτεγγύηση, εγγυώμαι, αντίκρισμα, εγγύηση, εχέγγυο, διάσωσης, διάσωση, bail, αποφυλάκιση με εγγύηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bławatek στα ελληνικά - μπουκάλι, εμφιαλώνω, κρεατόμυγα
- generalny στα ελληνικά - στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
- górotwórczy στα ελληνικά - τεκτονικός, τεκτονικές, τεκτονική, τεκτονικών, τεκτονικής
- hrabia στα ελληνικά - μετρώ, κόμης, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
Τυχαίες λέξεις
Poręczenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τριτεγγύηση, εγγυώμαι, αντίκρισμα, εγγύηση, εχέγγυο, διάσωσης, διάσωση, bail, αποφυλάκιση με εγγύηση
Μεταφράσεις: τριτεγγύηση, εγγυώμαι, αντίκρισμα, εγγύηση, εχέγγυο, διάσωσης, διάσωση, bail, αποφυλάκιση με εγγύηση