Λέξη: τρούφα
Σχετικές λέξεις: τρούφα
τρούφα chocolate bar, τρούφα chocolate bar νεα ερυθραια, τρούφα καλλιέργεια, τρούφα μανιτάρι, τρούφα τιμές, τρούφα τιμή, τρούφα μανιτάρι καλλιέργεια, τρούφα σοκολάτας
Μεταφράσεις: τρούφα
τρούφα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
truffle, vermicelli, truffles, sprinkles
τρούφα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trufa, trufas, de trufa, la trufa, de trufas
τρούφα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trüffel, Trüffel, Trüffeln
τρούφα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
truffe, truffes, la truffe, de truffe, de truffes
τρούφα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tartufo, al tartufo, tartufi, di tartufo, del tartufo
τρούφα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trufa, trufas, truffle, de trufas, trufa de
τρούφα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
truffel, truffels, truffle, truffel van, de truffel
τρούφα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трюфель, трюфеля, трюфелей, трюфельным, трюфель из
τρούφα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trøffel, trffel, truffle, trøffelen
τρούφα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tryffel, tryffeln, truffle
τρούφα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tryffeli, tryffelin, truffle, tryffeleitä, tryffeliä
τρούφα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trøffel, truffle, trøfler, trøffeljagter
τρούφα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lanýž, lanýžovým, lanýžů, lanýžovou, lanýžová
τρούφα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trufla, truffle, trufli, truflowe, truflowy
τρούφα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szarvasgomba, szarvasgombás, szarvasgombával, truffle
τρούφα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yermantarı, trüf, truffle, yer mantarı
τρούφα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трюфель, трюфеля
τρούφα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhardhok këpurdhash, zhardhok
τρούφα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трюфел, трюфели, от трюфели, трюфелите, на трюфели
τρούφα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
труфель, трюфель
τρούφα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
trühvel, trühvli, trühvlite, truffle, trühvliga
τρούφα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tartufima, gomoljača, tartuf, tartufa, s tartufima, tartufi
τρούφα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jarðsveppa
τρούφα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
triufelis, triufelių, truffle, Trumas, trumų
τρούφα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trifele, trifeļu, trifeles, truffle, trifelis
τρούφα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тартуфа, тартуфи, тартуфот, тартуфи го, truffle
τρούφα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trufă, trufe, de trufe, trufa, truffle
τρούφα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tartuf, tartufa, tartufov, tartufi, truffle
τρούφα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hľuzovka, hľuzovky, lanýž, hľuzovku
Στατιστικά δημοτικότητας: τρούφα
Τυχαίες λέξεις