Λέξη: σκοινί

Σχετικές λέξεις: σκοινί

στη σκοινί, σκοινί στη τροχαλία, σχοινί κάβος, σκοινί στα αγγλικά, σχοινί και σαπούνι, σχοινί μετάφραση στα αγγλικά, σχοινί αναρρίχησης, σχοινί πλοίου, σχοινί ή σχοινί, σκοινί κορδόνι

Συνώνυμα: σκοινί

τριχιά, σχοινίο

Μεταφράσεις: σκοινί

σκοινί στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rope, cord, string, a rope

σκοινί στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
soga, cuerda, la cuerda, cuerda de, de cuerda

σκοινί στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
strang, tau, abseilen, seil, strick, Seil, Strick, Seils

σκοινί στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
filin, lacs, encorder, câble, cordage, cordeau, corde, cordon, funiculaire, lien, la corde, cordes

σκοινί στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fune, cavo, corda, cima, la corda, corda di

σκοινί στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corda, cabo, corda de, de corda, cordas

σκοινί στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lijn, lijntje, touw, strop, koorde, koord, kabel, rope

σκοινί στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
верёвка, бечева, трос, веревка, связка, бечевка, канат, веревки, веревку

σκοινί στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
line, tau, reip, binde, tauet, rep, snoren

σκοινί στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lina, rep, repet, linan

σκοινί στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
köyttää, naru, nuora, köysi, köyden, köyttä, rope

σκοινί στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
reb, snor, tov, rebet, tovværk, tovet

σκοινί στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smyčka, lano, oprátka, svazek, provaz, šňůra, lana, lanové

σκοινί στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lina, skakanka, powróz, sznur, granica, postronek, hol, przywiązywać, liny, rope

σκοινί στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötélfelszerelés, füzér, hajókötélzet, fonat, kötél, kötelet, kötélen, kötéllel

σκοινί στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
halat, ip, ipi, halatı, rope

σκοινί στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мотузка, канат, в'язка, зв'язка, линва, кодола, мотузок, вірьовка, веревка

σκοινί στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
litar, litari, litar të, kavo, pe

σκοινί στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
въже, въжето, въжета, на въже

σκοινί στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вяроука, вяроўка

σκοινί στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
köis, tross, trossi, köie, köiest

σκοινί στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konac, niska, laso, konopac, uže, konop, užadi, užeta

σκοινί στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reipi, Rope, kaðall, Kaðallinn, kaðli

σκοινί στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
funis

σκοινί στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
virvė, lynas, lynų, virvės, lyno

σκοινί στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
virve, virves, virvju, virvi, trose

σκοινί στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јажето, јаже, јажиња, јаже за

σκοινί στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
funie, frânghie, coarda, frânghii, franghie

σκοινί στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vrv, vrvi, rope, konopcev

σκοινί στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lano, lana, rope
Τυχαίες λέξεις