Potwierdzić στα ελληνικά

Μετάφραση: potwierdzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβεβαιώνω, επαληθεύω, ένταλμα, αναγνωρίζω, σημαίνω, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε
Potwierdzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dewastator στα ελληνικά - Devastator
  • fotka στα ελληνικά - φωτογραφία, η φωτογραφία, φωτογραφιών, photo, διαθέσιμη φωτογραφία
  • infantylizm στα ελληνικά - νηπιοπρέπεια, παιδισμό, παιδισμού
  • izabella στα ελληνικά - Izabella, Ιζαμπέλα, Η Izabella
Τυχαίες λέξεις
Potwierdzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβεβαιώνω, επαληθεύω, ένταλμα, αναγνωρίζω, σημαίνω, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε