Λέξη: πρόσθετος
Σχετικές λέξεις: πρόσθετος
πρόσθετοσ κωδικόσ 4099, πρόσθετος συνώνυμο, πρόσθετοσ συνώνυμα, πρόσθετος τύπος, πρόσθετος ρόλος δεν μπορεί να αποδοθεί γιατι, πρόσθετος λόγος ανακοπής, πρόσθετος φόρος
Συνώνυμα: πρόσθετος
έκτακτος, παραπληρωματικός, συνένοχος, επιπλέον, της ανόδου
Μεταφράσεις: πρόσθετος
πρόσθετος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
additional, extra, additive, an additional
πρόσθετος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
extra, adicional, adicionales, adicional de, suplementario
πρόσθετος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusätzlich, weitere, nachträglich, zusätzliche, zusätzlichen, Zusatz
πρόσθετος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
additionnel, surcroît, additif, autre, rajouter, supplémentaire, complémentaire, accessoire, supplémentaires, plus, additionnelle
πρόσθετος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
addizionale, aggiuntivo, supplementare, ulteriori, ulteriore
πρόσθετος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adicional, diverso, suplementar, restante, diferente, outro, adicionais, obter, suplementares
πρόσθετος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanvullend, extra, ander, overig, verder, meer, additioneel, supplementair, bijkomend, aanvullende, bijkomende
πρόσθετος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подсобный, добавочный, придаточный, набавочный, дополнительный, накладной, прибавочный, Дополнительная, дополнительные, дополнительное, дополнительного
πρόσθετος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilleggs, ekstra, ytterligere, mer, flere
πρόσθετος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
extra, ytterligare, tilläggs, kompletterande, ytterligare en
πρόσθετος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toinen, lisä, muu, oheinen, lisä-, lisää, lisäksi, muita, ylimääräisiä
πρόσθετος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekstra, yderligere, supplerende
πρόσθετος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
doplňkový, dodatečný, přídavný, dodatkový, přídavkový, další, doplňující, dodatečné, dodatečná
πρόσθετος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nadprogramowy, dodatni, dodatkowy, dodatkowe, dodatkowa, dodatkowego, dodatkową
πρόσθετος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
további, kiegészítő, egyéb, pótlólagos, járulékos
πρόσθετος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
diğer, başka, ek, ilave, ek bir, ayrıntılı, olmayan ilave
πρόσθετος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додатковий, додаткове, додаткову, додаткова, додаткового
πρόσθετος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plotësues, shtesë, tjetër, plotësuese, shtese
πρόσθετος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
допълнителен, допълнителна, допълнително, допълнителни, допълнителната
πρόσθετος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дадатковы, дадатковая, дадатковую
πρόσθετος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uus, lisa-, täiendav, täiendavaid, täiendavad, täiendava
πρόσθετος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dodatni, dodatna, dodatnih, dodatno, dodatnu
πρόσθετος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðbótar, Viðbótarupplýsingar, Additional, frekari, Viðbótarupplýsingar um
πρόσθετος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
papildomas, papildoma, papildomos, papildomą, papildomų
πρόσθετος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
papildu, papildus, Papildinformācijas, vēl
πρόσθετος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дополнителни, дополнителен, дополнителна, дополнително, дополнителните
πρόσθετος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suplimentar, suplimentare, suplimentară, adițional, suplimentara
πρόσθετος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dodaten, daši, dodatna, dodatno, dodatni, dodatne, dodatnih
πρόσθετος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ďalšie, ďalší, iné, ďalšiu, ďalšej