Prowadzić στα ελληνικά

Μετάφραση: prowadzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λουρί, μόλυβδος, τρέχω, επιστρατεύω, συμπεριφορά, καθοδηγώ, διαγωγή, καταφέρνω, ηγούμαι, ξεναγώ, φέρσιμο, σκηνοθετώ, συμπεριφέρομαι, οδηγώ, διευθύνω, οδηγός, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Prowadzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biało στα ελληνικά - λευκό, λευκή, άσπρο, λευκά, λευκού
  • bulla στα ελληνικά - βούλα, ταύρος, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ταύρου
  • dostrajacz στα ελληνικά - δέκτη, δέκτης, tuner, συντονιστή, συντονισμού
  • ewokacja στα ελληνικά - ανάμνηση, υπαινιγμό, επίκληση, υπαινιγμός, υπαινιγμού
Τυχαίες λέξεις
Prowadzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λουρί, μόλυβδος, τρέχω, επιστρατεύω, συμπεριφορά, καθοδηγώ, διαγωγή, καταφέρνω, ηγούμαι, ξεναγώ, φέρσιμο, σκηνοθετώ, συμπεριφέρομαι, οδηγώ, διευθύνω, οδηγός, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί