Λέξη: ανειλικρινής
Συνώνυμα: ανειλικρινής
πρόστυχος, φτηνός, ευτελής, εύστροφος, ικανός, υστερόβουλος, διπρόσωπος, δειλός
Μεταφράσεις: ανειλικρινής
ανειλικρινής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insincere, disingenuous, shifty, lip, dishonest
ανειλικρινής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insincero, sincero, insincera, sincera, insinceros
ανειλικρινής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
falsch, unaufrichtig, unaufrichtige, unaufrichtigen, unehrlich
ανειλικρινής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jésuitique, cafard, cagot, oblique, dissimulé, hypocrite, insincère, sincère, pas sincère, de mauvaise foi
ανειλικρινής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insincero, insincere, insincera, sincero, falso
ανειλικρινής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insincero, hipócrita, insincera, insincere, insinceros
ανειλικρινής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onoprecht, onoprechte, insincere, ongemeend, oneerlijk
ανειλικρινής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
криводушный, лицемерный, неискренний, неискренним, неискренне, неискренними, неискренни
ανειλικρινής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uekte, uoppriktig, ne, insincere, uærlig
ανειλικρινής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oärlig, insincere, ouppriktiga, falsk, lurpassar
ανειλικρινής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vilpillinen, teeskentelevä, kiero, epäaito, insincere, epärehellinen, on epärehellinen
ανειλικρινής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uoprigtig, insincere, uoprigtige, uoprigtigt
ανειλικρινής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neupřímný, pokrytecký, neupřímné, neupřímná, neupřímně, upřímní
ανειλικρινής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieszczery, obłudny, fałszywy, nieszczere, nieszczera, nieszczerze
ανειλικρινής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
színlelt, tettetett, őszintétlen, őszinte, nem őszinte, hamis, az őszintétlen
ανειλικρινής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
samimiyetsiz, insincere, samimi olmayan, ikiyüzlü, iki yüzlü
ανειλικρινής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дріб'язковий, беззмістовний, маловажний, незначний, нещирий, нещира
ανειλικρινής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pasinqertë, pasinqertë, të pasinqertë, sinqertë, e pasinqertë
ανειλικρινής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неискрен, неискрена, неискрено, неискрени, откровен
ανειλικρινής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
няшчыры
ανειλικρινής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebasiiras, valsk, võlts, võltsimaks, Teeskentelevä, juveeltoodete
ανειλικρινής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neiskren, neiskreno, neiskrenim, neiskrena, neiskrene
ανειλικρινής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
insincere
ανειλικρινής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nenuoširdus, Nienaturalny, veidmainiškas, Nieszczery, Padirbtą
ανειλικρινής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepatiess, nebūsim patiesi
ανειλικρινής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неискрени, неискрен, неискрените, искрени
ανειλικρινής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nesincer, nesinceră, nesincere, nesincera, insincere
ανειλικρινής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neiskrena, neiskren, neodkriti, neiskreno, hinavska
ανειλικρινής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokrytecký, neúprimný, neupřímný
Τυχαίες λέξεις