Przewiązywać στα ελληνικά

Μετάφραση: przewiązywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταλαμβάνω, κατάσχω
Przewiązywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akwaforcista στα ελληνικά - χαράκτης, χαράκτη, etcher, εγκαίων με οξέα
  • bakteriologia στα ελληνικά - μικροβιολογία, βακτηριολογία, μικροβιολογίας, Βακτηριολογίας, βακτηριολογικές
  • czworonogi στα ελληνικά - τετράποδα, τετράποδων, τετραπόδων, tetrapods, tetrapods και
  • homeopatia στα ελληνικά - ομοιοπαθητική, ομοιοπαθητικής, η ομοιοπαθητική, την ομοιοπαθητική, της ομοιοπαθητικής
Τυχαίες λέξεις
Przewiązywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταλαμβάνω, κατάσχω