Λέξη: αξιοπιστία
Σχετικές λέξεις: αξιοπιστία
αξιοπιστία ερωτηματολογίου, αξιοπιστία ποιοτικής έρευνας, αξιοπιστία των μμε, αξιοπιστία συνώνυμα, αξιοπιστία αυτοκινήτων, αξιοπιστία του site alibaba gr, αξιοπιστία συστημάτων, αξιοπιστία ιστοσελίδων, αξιοπιστία δημοσκοπήσεων, αξιοπιστία και εγκυρότητα στην ποιοτική έρευνα
Συνώνυμα: αξιοπιστία
εμπιστοσύνη, ευθύνη, υπευθυνότητα
Μεταφράσεις: αξιοπιστία
αξιοπιστία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reliability, credibility, trustworthiness, dependability, reliable
αξιοπιστία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
seguridad, confiabilidad, fiabilidad, la fiabilidad, la confiabilidad, fiabilidad de
αξιοπιστία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuverlässigkeit, ausfallsicherheit, betriebssicherheit, Zuverlässigkeit, Verlässlichkeit, Sicherheit, die Zuverlässigkeit
αξιοπιστία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fiabilité, certitude, la fiabilité, de fiabilité, une fiabilité, fiabilité de
αξιοπιστία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affidabilità, l'affidabilità, attendibilità, di affidabilità, sicurezza
αξιοπιστία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
confiança, segurança, confiabilidade, fiabilidade, a confiabilidade
αξιοπιστία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betrouwbaarheid, de betrouwbaarheid, betrouwbaarheid van, betrouwbaar
αξιοπιστία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
надежность, надёжность, благонадёжность, прочность, достоверность, надёжности, надежности
αξιοπιστία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pålitelighet, påliteligheten, reliability, driftssikkerhet, Pålitelighet Brukerne
αξιοπιστία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillförlitlighet, pålitlighet, tillförlitligheten, tillförlitlig, driftsäkerhet
αξιοπιστία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luotettavuus, käyttövarmuus, kate, käyntivarmuus, luotettavuutta, luotettavuuden, luotettavuudesta, luotettavuudelle
αξιοπιστία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pålidelighed, pålideligheden, driftsikkerhed, driftssikkerhed, pålidelige
αξιοπιστία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spolehlivost, spolehlivosti, spolehlivost jako, spolehlivostí
αξιοπιστία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawodność, niezawodność, pewność, rzetelność, solidność, wiarogodność, wiarygodność
αξιοπιστία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megbízhatóság, megbízhatósága, megbízhatóságát, megbízhatóságot, megbízhatóságának
αξιοπιστία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güvenilirlik, güvenilirliği, güvenilirliğini, güvenirlik, güvenilirlik Kullanıcılar
αξιοπιστία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доречний, відповідний, істотний, релевантний, надійність, надійний
αξιοπιστία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
seriozitet, siguri, besueshmërinë, besueshmëria, besueshmërisë
αξιοπιστία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надеждност, надеждността, надеждност и, надеждността на, сигурност
αξιοπιστία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
надзейнасць
αξιοπιστία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
usaldusväärsus, usaldusväärsust, usaldusväärsuse, töökindluse
αξιοπιστία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pouzdanost, pouzdanosti, Pouzdanost Korisnici, Pouzdanost Korisnici su
αξιοπιστία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áreiðanleika, áreiðanleiki, áreiðanleg
αξιοπιστία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patikimumas, patikimumą, patikimumo, patikima, Patikimumas Vartotojai
αξιοπιστία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzticamība, uzticamību, uzticamība ir, ticamība, ticamību
αξιοπιστία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сигурност, сигурноста, доверливост, зависноста, веродостојноста
αξιοπιστία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
siguranță, încredere, fiabilitatea, fiabilitate, fiabilității
αξιοπιστία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zanesljivost, zanesljivosti, zanesljivost Uporabniki, zanesljivost Uporabniki so
αξιοπιστία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spoľahlivosť, za spoľahlivosť, spoľahlivosti