Przewodniczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: przewodniczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρέκλα, προεδρεύω, έδρα, χοροστατώ, προεδρεύει, προεδρεύσει, προεδρία, προεδρεύουν
Μεταφράσεις
- bezdech στα ελληνικά - άπνοια, άπνοια του, άπνοιας του, άπνοια κατά, η άπνοια
- dogmatyk στα ελληνικά - δογματιστής, δογματιστή, δογματικός, δογματικού, δογματιστή ο
- dopiąć στα ελληνικά - καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, πυξίδα, πυξίδας, της πυξίδας, την πυξίδα, ...
- element στα ελληνικά - στοιχείο, μονάδα, πράγμα, κομμάτι, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, ...
Τυχαίες λέξεις
Przewodniczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρέκλα, προεδρεύω, έδρα, χοροστατώ, προεδρεύει, προεδρεύσει, προεδρία, προεδρεύουν
Μεταφράσεις: καρέκλα, προεδρεύω, έδρα, χοροστατώ, προεδρεύει, προεδρεύσει, προεδρία, προεδρεύουν