Λέξη: χάπι

Σχετικές λέξεις: χάπι

χάπι της επόμενης ημέρας norlevo, χάπι της έκτρωσης, χάπι έκτρωσης, χάπι αποβολής, χάπι πίεσης, χάπι επόμενης μέρας, χάπι για αλλεργία, χάπι της επόμενης μέρας μάρκες, χάπι της επόμενης μέρας τιμή, χάπι που καθυστερεί την περίοδο, χάπι επόμενης ημέρας

Συνώνυμα: χάπι

καταπότιο, σφαιρίδιο, σβόλος, δισκίο, ταμπλέτα, πινακίδα, πλακίδιο, μικρή δέσμη χάρτου, τροχίσκος, εφημερίδα μικρού σχήματος, πινακίς, σύντομος, ημίφυλλος εφημερίδα

Μεταφράσεις: χάπι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pill, tablet, pellet, of pill, pills
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tableta, pastilla, comprimido, píldora, la píldora, píldora de, pastillas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fluse, pille, medikament, tablette, Pille, pill, Tablette, Pillen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tableau, table, nappe, plaquette, cachet, comprime, pilule, ardoise, poudre, comprimé, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pillola, pasticca, pastiglia, pillola di, pillole, della pillola, pill
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pílula, tabela, tabuleta, mesa, lapide, comprimido, pill, pílula de, comprimidos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lijst, tafel, pil, tabel, pill, pillen, de pil, pil van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
планшет, кусок, блокнот, шарик, лепешка, скрижаль, пластинка, пилюля, мяч, дощечка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tablett, pille, pillen, piller, pill
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tablett, piller, pillret, pill
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taulu, tabletti, pilleri, taulukko, levy, lehtiö, pill, pillerin, pillereiden
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pille, tablet, piller, pillen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
deska, štítek, prášek, pilulka, tabulka, tableta, tabule, destička, pilulku, pilulky, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pastylka, pigułka, tabletka, tabliczka, drażetka, proszek, rysownica, pill, pigułki, pigułkę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tabletta, ágyúgolyó, cigaretta, pirula, pirulát, tablettát, pill
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tablet, hap, hapı, pill, ilaç, bir hap
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шматок, таблетка, пакетування, планшет, блокнот, педантичний, нагромадження, кусок, пігулка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pilulë, gjë e hidhur, hape, Pilula, pilulës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
таблетка, хапче, хапчета, хапчето, хапче за, противозачатъчно
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
таблетка, планшэт, таблеткі, пігулка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tablett, mälestustahvel, pill, pillid, pille, tableti, pillide
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ploča, lopta, pilula, bilježnica, biljar, tableta, pilule, tabletu, pilulu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pilla, pillan, pillu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tabletė, piliulė, tabletes, pigułka, piliulę, piliulės
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tablete, pill, tableti, tabletes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пилулата, пилула, пилули, апче, пилулите
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pilulă, pilula, pastila, pastilă, pastile
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tabletka, tableta, tabletke, pill, tabletko, pilula
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tabletka, tabule, pilulka, pilulky, pill, pilulku

Στατιστικά δημοτικότητας: χάπι

Τυχαίες λέξεις