Λέξη: κοτόπουλο

Σχετικές λέξεις: κοτόπουλο

κοτόπουλο κατσιατόρε, κοτόπουλο με χυλοπίτες, κοτόπουλο με μπάμιες, κοτόπουλο με κάρυ, κοτόπουλο με πιπεριές, κοτόπουλο με μανιτάρια, κοτόπουλο λεμονάτο, κοτόπουλο κοκκινιστό, κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο, κοτόπουλο με μπύρα, κοτόπουλο στο φούρνο, συνταγές κοτόπουλο, συνταγές, συνταγές με κοτόπουλο, φιλέτο κοτόπουλο, κοτόπουλο με πατάτες, θερμίδες κοτόπουλο, ρολό κοτόπουλο, κοτόπουλο με μουστάρδα, κοτόπουλο με ρύζι, κοτόπουλο στη γάστρα, μαριναρισμένο κοτόπουλο, κοτόπουλο ψητό

Συνώνυμα: κοτόπουλο

πουλάδα, ορνίθιο, δειλός, φοβιτσιάρης

Μεταφράσεις: κοτόπουλο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chicken
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pollo, de pollo, el pollo, del pollo, gallina
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angsthase, huhn, schwächling, hähnchen, feigling, hosenscheißer, Hühner, Hähnchen, chicken
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
poulet, poule, le poulet, de poulet, du poulet, poulets
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
galletto, pollastro, pollo, di pollo, chicken, il pollo, gallina
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frango, animal, galinha, de frango, de galinha, da galinha
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kip, chicken, kippen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
петух, юнец, цыпка, птенец, курица, курёнок, цыпленок, кура, курочка, цыплёнок, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
høne, kylling, kyllingen, chicken
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kyckling, höna, kycklingen, chicken
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kananpoika, nuorikko, jänistää, mammanpoika, kana, jänishousu, kanaa, kanan, chicken, broilerin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
høne, kylling, chicken, hønen, kyllingen, kyllinger
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kuře, kuřecí, kuřete, kuřecí maso, chicken
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kurczątko, kurczak, kurczę, kura, kurczaka, chicken
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csirke, csirkét, csirkemell, csirkehús, a csirke
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tavuk, chicken, piliç, tavuk eti
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пташа, пташеня, курка, молодик, півень, парубійко, курица
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zog, pulë, mish pule, pule, pula, pulës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пиле, пилешко, пилешки, пилета, пилешка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
курыца
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
argpüks, tibu, kanaliha, kana, kanade, chicken, kanafilee
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kokoš, pileći, pile, piletina, piletinu, piletine, pileća
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjúklingur, kjúkling, kjúklingi, Chicken, kjúklingapróteinum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
višta, vištiena, viščiukas, vištienos, vištos, viščiukų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cālis, vistas, vistu, vista, cāļa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пилешко, пилешкото, пилешко месо, кокошка, пилешки
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pui, de pui, carnea de pui, carne de pui, puiul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kokoš, piščanec, piška, kuže, chicken, piščanca, piščančji, piščančje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kurča, kura, chicken, kuře, kuracie

Στατιστικά δημοτικότητας: κοτόπουλο

Τυχαίες λέξεις