Przybór στα ελληνικά
Μετάφραση: przybór, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορθώνομαι, ανατέλλω, αυξάνομαι, αύξηση, σκεύος, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chyży στα ελληνικά - ταχεία, γρήγορη, άμεση, ταχείας, την ταχεία
- dworski στα ελληνικά - ευγενής, ευγενικός, αβρός, ευγενικό, αριστοκρατική
- dysponowanie στα ελληνικά - διάθεση, διάθεσης, διάθεσή, απόρριψης, απόρριψη
- dój στα ελληνικά - γάλα, αρμέγω, άρμεγμα, αρμέγματος, άμελξη, την άμελξη, το άρμεγμα
Τυχαίες λέξεις
Przybór στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορθώνομαι, ανατέλλω, αυξάνομαι, αύξηση, σκεύος, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Μεταφράσεις: ορθώνομαι, ανατέλλω, αυξάνομαι, αύξηση, σκεύος, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται