Αύξηση στα πολωνικά

Μετάφραση: αύξηση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozkwit, wschodzić, narastać, podnieść, wzlot, wschodzenie, zwiększać, przybytek, nasilać, wydźwignięcie, podniesienie, zwiększyć, wspinać, zwiększenie, zwiększanie, przyrost, wzrost
Αύξηση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αύξηση

αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, αύξηση μετοχικού κεφαλαίου πειραιώς, αύξηση βάρους, αύξηση μεταβολισμού, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση λεξικό γλώσσας πολωνικά, αύξηση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αόριστα στα πολωνικά - ogólnikowo, niejasno, luźno, swobodnie, luzem, lekko, słabo
  • αύγουστος. στα πολωνικά - sierpień, sierpniowy, dostojny, czcigodny, sierpnia, sierpniu
  • αύρα στα πολωνικά - powiew, łatwizna, bąk, wicherek, chmura, nimbus, nimb, ...
  • αύριο στα πολωνικά - poranek, jutro, jutra, się jutro
Τυχαίες λέξεις
Αύξηση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rozkwit, wschodzić, narastać, podnieść, wzlot, wschodzenie, zwiększać, przybytek, nasilać, wydźwignięcie, podniesienie, zwiększyć, wspinać, zwiększenie, zwiększanie, przyrost, wzrost