Λέξη: ρέψιμο

Σχετικές λέξεις: ρέψιμο

ρέψιμο βρέφους, ρέψιμο νεογέννητου, ρέψιμο στομάχι, ρέψιμο πόνος στο στήθος, ρέψιμο κλούβιο αυγό, ρέψιμο σύμπτωμα εγκυμοσύνης, ρέψιμο με γεύση αυγού, ρέψιμο σαν κλούβιο αυγό, ρέψιμο και εγκυμοσύνη, ρέψιμο φούσκωμα

Συνώνυμα: ρέψιμο

ερευγμός

Μεταφράσεις: ρέψιμο

ρέψιμο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
burp, belch, belching, eructation, burping, a burp

ρέψιμο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escupir, eructar, eructos, eructando, eructo, belching

ρέψιμο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rülps, rülpsen, rülpser, Aufstoßen, Rülpsen, belching, rülpsende, rülpst

ρέψιμο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
détoner, fulminer, exploser, vomir, roter, éructer, rejeter, éclater, explosion, éructation, jeter, rot, bourrasque, éructations, crachant, des éructations, les éructations

ρέψιμο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ruttare, eruttare, eruttazione, eruttazioni, belching, erutta, eruttando

ρέψιμο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arrotar, arrotos, arrotando, arroto, arrota

ρέψιμο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boeren, oprispen, belching, oprispingen, boerende, uitspuwend

ρέψιμο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
столб, отрыжка, рыгнуть, изрыгать, отрыгивать, рыгать, изрыгнуть, отрыжку, изрыгая, отрыжки, отрыжкой

ρέψιμο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
raping, belching, Rap, oppstøt

ρέψιμο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rapningar, belching, rapar, uppstötningar, spy

ρέψιμο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
röyhtäys, röyhtäistä, syöstä, purkautua, röyhtäisy, syytää, röyhtäily, röyhtäilyä, röyhtäily aterian, röyhtäilevät

ρέψιμο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opstød, bøvsen, belching, bøvs, sure opstød

ρέψιμο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chrlit, vybuchovat, výbuch, krkat, říhat, říhání, chrlící, chrlil

ρέψιμο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybuch, buchać, beknięcie, rozładowanie, wybuchać, wypluwać, wyrzucać, cofka, odbijanie, belching, bekanie, miotającą, odbijanie się

ρέψιμο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
böffenés, böfögés, böfögés az, böfög, böfögési, okádó

ρέψιμο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geğirmek, püskürtme, geğirme, belching, püskürten, belching at

ρέψιμο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вивергати, відрижка

ρέψιμο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gromësirë, belching, i cili vjell, cili vjell, vjell

ρέψιμο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рогата, оригване, бълващ, бълващите, бълваше, бълват

ρέψιμο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адрыжка, отрыжка, адрыжка з

ρέψιμο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
röhitsus, röhitis, röhitus, röhitsema, röhatised

ρέψιμο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podrignuti, belching

ρέψιμο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ropi, ropar, ropa

ρέψιμο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
eructo

ρέψιμο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raugėjimas

ρέψιμο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atraugas

ρέψιμο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
belching

ρέψιμο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
râgâială, eructații, eructatii, belching, râgâit

ρέψιμο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krat, riganje, spahovanje

ρέψιμο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krknutí, grgať, grganie, eruktácia, rihanie, grganí, grganiu
Τυχαίες λέξεις