Przymierzanie στα ελληνικά

Μετάφραση: przymierzanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύμφωνο, προσπαθούν για, προσπαθεί για, προσπαθεί σε, που προσπαθούν για, που προσπαθεί σε
Przymierzanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bałagan στα ελληνικά - συγχέω, ακαταστασία, χάος, ανακατεύω, διαταραχή, πάθηση, μπερδεύω, ...
  • dawkować στα ελληνικά - απονέμω, δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
  • dożylny στα ελληνικά - ενδοφλεβίως, ενδοφλέβια, ενδοφλέβιας, ενδοφλέβιο, την ενδοφλέβια
  • ircha στα ελληνικά - μηνύω, εγκαλώ, ενάγω, δέρμα ελαφιού, ταράνδου, ένα δέρμα, deerskin, ...
Τυχαίες λέξεις
Przymierzanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύμφωνο, προσπαθούν για, προσπαθεί για, προσπαθεί σε, που προσπαθούν για, που προσπαθεί σε