Λέξη: καθαρός
Σχετικές λέξεις: καθαρός
καθαρός αριθμός, καθαρόσ κύκλοσ εργασιών, καθαρός βασικος μισθος 2014, καθαρός συνώνυμο, καθαρός μισθός, καθαρός αέρας, καθαρός συνώνυμα, καθαρός κατώτατος μισθός, καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται, καθαρός βασικός μισθός
Συνώνυμα: καθαρός
καθαρός, αμόλυντος, σκέτος, αμιγής, αμάλαγος, αγνός, εκκαθαρισμένος, χωρίς έκπτωση, σαφής, διαυγής, διαφανής, αίθριος, ξάστερος, αλέρωτος, παστρικός, πετυχημένος, νοικοκυρεμένος, καθάριος, κόσμιος, κομψός, λευκός, κενός, άγραφος, ασυμπλήρωτος, χωρίς ενδιαφέρο, χωρίς σύννεφα, ανέφελος, άδολος, απέριττος, απλός, απόλυτος, λεπτότατος, κατακόρυφος, άκαπνος, καθαρώτατος, καινουργής
Μεταφράσεις: καθαρός
αγγλικά
utter, clean, sheer, aboveboard
ισπανικά
limpio, absoluto, puro, neto, acicalar, ...
γερμανικά
unvermischt, blank, lauter, sauber, pur, ...
γαλλικά
purger, ramoner, livrer, dépenser, déclarer, ...
ιταλικά
pulito, estrinsecare, ripulire, intero, lustrare, ...
πορτογαλικά
falar, castiço, purificar, limpar, limpo, ...
ολλανδικά
louter, spreken, zindelijk, zuiver, absoluut, ...
ρωσικά
прозрачный, пустой, исчезать, несмешанный, легкий, ...
νορβηγικά
uttale, pusse, rense, blank, fullstendig, ...
σουηδικά
ren, snygg, uttryckslös, nätt, rensa, ...
φινλανδικά
tahraton, perata, täysi, täydellinen, läpikuultava, ...
δανικά
rense, ren
τσεχικά
leštit, čistý, pouhý, vydat, absolutní, ...
πολωνικά
czyścić, legalny, odczyścić, porządnie, niewinny, ...
ουγγρικά
puszta, fedélzetívelés, csellengés, legteljesebb, teljesen, ...
τούρκικα
temiz, saf, boş, temizlemek
ουκρανικά
повністю, прямовисно, чистити, прямовисний, явний, ...
αλβανικά
dëlirë, flas, pastër, bardhë
βουλγαρικά
говоря
λευκορωσικά
гаварыць, пусты, казаць, чисты
εσθονικά
täielik, laitmatu, tühi, püstloodne, pööre, ...
κροατικά
skrenuti, nabacaj, čistom, konačan, pravi, ...
ισλανδικά
hreinsa, hreinn
λατινικά
purus, mundus, abluo
λιθουανικά
valyti, tvarkyti, švarus
λετονικά
tīrs, spodrs, spodrināt, runāt, tīrīt
σλαβομακεδονικά
јасно, јасни, јасна, јасен, знаење
ρουμανικά
gol, curat, cinstit
σλοβενικά
absolutní, totální, umiti, čist, čistit
σλοβακικά
hotový, čistý, strmý, úplný