Λέξη: ψηφοφόρος

Σχετικές λέξεις: ψηφοφόρος

ψηφοφόρος χρυσής αυγής ετών 25

Συνώνυμα: ψηφοφόρος

ψηφίζων, συστατικό μέρος, εκλογεύς, εκλογέας

Μεταφράσεις: ψηφοφόρος

ψηφοφόρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
voter, constituent, elector, constituent of, voters

ψηφοφόρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
votante, votantes, de votantes, elector, los votantes

ψηφοφόρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wähler, Wähler, Wahl, abgegebene Stimme, abgegebene

ψηφοφόρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
votant, électeur, électeurs, électorale, l'électeur

ψηφοφόρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elettore, votanti, degli elettori, elettori, voter

ψηφοφόρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eleitor, eleitores, voter, eleitoral, dos eleitores

ψηφοφόρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kiezer, stemmer, kiezers, de kiezer, van kiezers

ψηφοφόρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
избиратель, избирательница, избирателей, избирателя, голосующий, избирателю

ψηφοφόρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
velger, velgere, velgernes, velgeren, valg

ψηφοφόρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
väljare, väljar, väljaren, röstande, röstberättigade

ψηφοφόρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äänestäjä, äänioikeutettu, valitsija, äänestäjien, äänestäjän, voter, äänestäjällä

ψηφοφόρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vælgere, vælgerne, vælgeren, vælgerregistrering, vælgernes

ψηφοφόρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
volič, voličů, volební, hlasující, voliče

ψηφοφόρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyborca, elektor, wyborców, wyborcy, głosujący, wyborcza

ψηφοφόρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szavazó, szavazók, választópolgár, választói, szavazói

ψηφοφόρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
seçmen, seçmeni, seçmenlerin, seçmenin

ψηφοφόρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кандидати, виборець

ψηφοφόρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
votues, votuesve, votuesi, zgjedhësi, e votuesve

ψηφοφόρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гласоподавател, избирател, гласоподавателите, на гласоподавателите, избирателна

ψηφοφόρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выбаршчык, выбарнік, выбаршчыца

ψηφοφόρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valija, hääletaja, valijate, valijal, hääletajate

ψηφοφόρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
birač, glasač, birača, glasača, birac

ψηφοφόρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjósandi, kjósandinn, kjósandi, Kjósanda

ψηφοφόρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rinkėjas, rinkėjų, balsuotojų, rinkėjo, rink

ψηφοφόρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vēlētājs, balsotājs, vēlētāju, vēlētājam, vēlētāja

ψηφοφόρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гласачите, гласач, избирачот, гласачот, избирач

ψηφοφόρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alegător, alegătorilor, la vot, a alegătorilor, alegătorului

ψηφοφόρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
volivec, volivcev, volilec, volilcev, volilna

ψηφοφόρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
volič, prepínač, ovládač, ovládací prvok, voliča
Τυχαίες λέξεις