Przyprawa στα ελληνικά
Μετάφραση: przyprawa, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαχαρικό, δέσιμο, καρύκευμα, ζήλος, καρυκεύω, πρόσμειξη, άρτυμα, πρόσθετο, μπαχαρικών, μπαχαρικά, καρυκευμάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezpardonowy στα ελληνικά - άσπλαχνος, αδίστακτος, ανελέητος, ανηλεής, αδίστακτη, αδίστακτο, ανελέητη
- browar στα ελληνικά - βράζω, βράσιμο, ζυθοποιείο, μαγειρεύω, ποτό, ζυθοποιία, ζυθοποιίας, ...
- dezyderat στα ελληνικά - ζητούμενο, desideratum, ζητούμενο και, επιθυμία αυτή
- głód στα ελληνικά - πείνα, λιμός, έλλειψη, σπανιότητα, πείνας, την πείνα, της πείνας, ...
Τυχαίες λέξεις
Przyprawa στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαχαρικό, δέσιμο, καρύκευμα, ζήλος, καρυκεύω, πρόσμειξη, άρτυμα, πρόσθετο, μπαχαρικών, μπαχαρικά, καρυκευμάτων
Μεταφράσεις: μπαχαρικό, δέσιμο, καρύκευμα, ζήλος, καρυκεύω, πρόσμειξη, άρτυμα, πρόσθετο, μπαχαρικών, μπαχαρικά, καρυκευμάτων