Λέξη: βιβλικός

Σχετικές λέξεις: βιβλικός

βιβλικός κύκλος, βιβλικός σύνδεσμος, βιβλικός γίγαντας, βιβλικός προφήτης

Συνώνυμα: βιβλικός

άγιας γραφής, γραφικός, βίβλου

Μεταφράσεις: βιβλικός

βιβλικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
biblical, scriptural, Bible, a biblical, the biblical

βιβλικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bíblico, bíblica, bíblicos, bíblicas, Biblia

βιβλικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
biblisch, biblischen, biblische, Bibel, biblischer

βιβλικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
biblique, bibliques, Bible, la Bible

βιβλικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
biblico, biblica, biblici, Bibbia, bibliche

βιβλικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bíblico, bíblica, bíblicos, bíblicas, Bíblia

βιβλικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijbels, bijbelse, de bijbelse, Biblical, Bijbel

βιβλικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
библейский, библейское, библейская, библейской, библейским

βιβλικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bibelske, bibelsk, bibel, Bibelens, Biblical

βιβλικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
biblisk, bibliska, Biblisk, bibliskt, Biblical, bibel

βιβλικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raamatullinen, Raamatun, raamatullisen, raamatullista, raamatullisia

βιβλικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bibelske, bibelsk, Biblical, Bibelens, Bibelen

βιβλικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
biblický, biblické, biblická, z Bible, biblického

βιβλικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
biblijny, biblijne, biblijna, biblijnych, biblijnej

βιβλικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bibliai, biblikus, a bibliai, Biblical, Biblia

βιβλικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
İncil, İncille, Kutsal Kitap, İncil'deki, İncil'de

βιβλικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
біблійний, біблейський, біблійна, біблійну

βιβλικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
biblik, biblike, Biblës, biblikë

βιβλικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
библейски, библейската, библейския, библейското, библейска

βιβλικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
біблейскі, біблійны, біблейская

βιβλικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piibellik, piibli, Piibli, piibelliku, piibellikku, piibellikke

βιβλικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
biblijskih, biblijski, Biblical, biblijskom, biblijska, biblijsko

βιβλικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Biblíunni, Biblíuleg, biblíulega, Biblíunnar, Biblical

βιβλικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
biblinis, Biblijos, biblinė, biblinį, biblinės

βιβλικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Bībeles-, Bībeliskais, Bībeles, Bibliskā, bībeliska

βιβλικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
библиска, библиски, библиската, библискиот, библиските

βιβλικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
biblic, biblică, biblice, biblica, Bibliei

βιβλικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
svetopisemsko, svetopisemski, biblična, biblični, svetopisemska

βιβλικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
biblický, biblicky, biblického, biblické, biblickým, Biblie
Τυχαίες λέξεις