Przypuszczenie στα ελληνικά
Μετάφραση: przypuszczenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόθεση, μαντεύω, εικασία, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bzikowaty στα ελληνικά - τρελούτσικος, τρελός, ραγισμένος, ραγισμένα, ραγισμένο, ραγίσει, πυρολυμένου
- dyspergować στα ελληνικά - διασκορπίζω, διασπορά, διασπειρόμενο, επιδέχεται διασπορά, διασπειρόμενα, διασποράς
- frywolność στα ελληνικά - ελαφρότητα, επιπολαιότητα, επιπολαιότητας, ελαφρότητας, την επιπολαιότητα
- gospodarowanie στα ελληνικά - διοίκηση, νοικοκυριό, οικοκυρική, υπηρεσία καθαριότητας, οροφοκομίας, υπηρεσία οροφοκομίας
Τυχαίες λέξεις
Przypuszczenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόθεση, μαντεύω, εικασία, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
Μεταφράσεις: υπόθεση, μαντεύω, εικασία, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν