Przywierać στα ελληνικά
Μετάφραση: przywierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκολλώμαι, κολλώ, χώνω, εμμένω, συνδέομαι, προσφυόμενου, προσφυόμενον, προσκολλώνται
Μεταφράσεις
- artyleria στα ελληνικά - πυροβολικό, πυροβολικού, πυροβόλα, το πυροβολικό, του πυροβολικού
- głupkowaty στα ελληνικά - ανόητος, Goofy, Γκούφυ, ηλίθιος, ο Γκούφη
- imiennik στα ελληνικά - συνώνυμος, ομώνυμο, συνονόματό, συνονόματος, ομώνυμος
- inklinacja στα ελληνικά - τάση, ροπή, κλίση, κλίσης, κλίσεως, την κλίση
Τυχαίες λέξεις
Przywierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκολλώμαι, κολλώ, χώνω, εμμένω, συνδέομαι, προσφυόμενου, προσφυόμενον, προσκολλώνται
Μεταφράσεις: προσκολλώμαι, κολλώ, χώνω, εμμένω, συνδέομαι, προσφυόμενου, προσφυόμενον, προσκολλώνται