Λέξη: διανοητικός

Σχετικές λέξεις: διανοητικός

διανοητικόσ σημασία, διανοητικός λεξικο, διανοητικός συνώνυμα

Συνώνυμα: διανοητικός

φρενικός, του νου, νοερός, ψυχικός, διανοούμενος

Μεταφράσεις: διανοητικός

διανοητικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intellectual, mental, a mental

διανοητικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
intelectual, mental, mentales, mental de, psíquico

διανοητικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
intellektueller, intellektuell, intellektuelle, geistig, geistige, geistigen, psychischen, psychische

διανοητικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clerc, mental, intellectuel, mentale, mentales, mentaux, psychique

διανοητικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intellettuale, mentale, mentali, psichica, mente

διανοητικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intelectual, inteligente, integrar, mental, mentais

διανοητικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verstandsmens, verstandelijk, intellectueel, mentaal, geestelijk, mentale, geestelijke

διανοητικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умственный, интеллектуал, интеллект, мыслительный, интеллигентный, любознательность, интеллектуальный, размышляющий, психическое, психического, умственное, умственная, ментальное

διανοητικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
intellektuell, mental, mentale, psykisk, psykiske, mentalt

διανοητικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intellektuell, mentala, mental, psykisk, psykiska

διανοητικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ajattelija, tiedollinen, henkinen, älykkö, älyllinen, älykäs, henkistä, mielenterveyden, henkisen, psyykkistä

διανοητικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mental, mentale, psykisk, psykiske, mentalt

διανοητικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
intelektuál, rozumový, intelektuální, duševní, myšlenkový, vzdělanec, mentální, duševního, psychické, duševním

διανοητικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
intelektualny, intelektualista, myślowy, umysłowy, inteligent, inteligencki, psychiczny, mentalny, psychicznego, psychiczne

διανοητικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
észbeli, értelmiségi, szellemi, mentális, lelki, a mentális, értelmi

διανοητικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zihni, zihinsel, ruhsal, ruh, mental, akıl

διανοητικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
психічний, психічне, психічна, психічну

διανοητικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mendor, mendore, mental, mentale, mendore të

διανοητικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умствен, мисловен, психичното, психическо, умствено

διανοητικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
псіхічнае, псіхічны, псіхічная, псыхічны

διανοητικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haritlane, vaimne, vaimse, vaimset, vaimsete, vaimsele

διανοητικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
intelektualne, intelektualan, intelektualni, mentalni, mentalno, mentalnog, mentalna, mentalne

διανοητικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
andlegt, andlega, andleg, andlegu, andlegri

διανοητικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
protinis, psichikos, psichinės, psichinė, psichinę

διανοητικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
garīgs, garīgās, garīgo, garīgā, garīga

διανοητικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ментална, менталното, ментално, ментален, ментални

διανοητικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mental, mentală, mentale, mintală, mintale

διανοητικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
intelektuální, duševní, mentalna, duševno, duševna, mentalnega, mentalno

διανοητικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
duševní, intelektuál, duševné, duševný, duševnej, duševnú, duševného
Τυχαίες λέξεις