Pucować στα ελληνικά
Μετάφραση: pucować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίβω, χαμόδεντρα, ρουμάνι, θάμνοι, Απολέπιση, scrub, τρίβει, θαμνώνες, τρίψτε
Μεταφράσεις
- apokalipsa στα ελληνικά - αποκάλυψη, Αποκάλυψης, Apocalypse, Αποκαλύψεως, την αποκάλυψη
- bezczynnie στα ελληνικά - άπραγη, άπραγοι, σιωπηλοί, αδρανής, απαθείς
- digitalizacja στα ελληνικά - ψηφιοποίηση, ψηφιοποίησης, ψηφιακοποίηση, ψηφιακοποίησης, την ψηφιοποίηση
- dychotomia στα ελληνικά - διχοτόμηση, διχοτομία, διχοτόμησης, διχοτομίας, η διχοτομία
Τυχαίες λέξεις
Pucować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίβω, χαμόδεντρα, ρουμάνι, θάμνοι, Απολέπιση, scrub, τρίβει, θαμνώνες, τρίψτε
Μεταφράσεις: τρίβω, χαμόδεντρα, ρουμάνι, θάμνοι, Απολέπιση, scrub, τρίβει, θαμνώνες, τρίψτε