Λέξη: βέργα

Σχετικές λέξεις: βέργα

βέργα καλαμάτα, βέργα μέτρησης πετρελαίου, βέργα κουρτίνας ντους, βέργα κουρτίνας μπάνιου, βέργα ντουσ, βέργα καλαμάτας, βέργα για κουρτίνα μπάνιου, βέργα μεσσηνίασ, βέργα ντουλάπας, βέργα λεπτοκαρυάσ

Συνώνυμα: βέργα

σιδηρά ράβδος, ξύλινη ράβδος, ράγια, κάγκελο, κιγκλίς, κλαδάκι, βλαστός, κλωνάρι, λεπτή βέργα ιτέας, χάρακας, ράβδος, διακόπτης, αλλαγή, διακόπτης ηλεκτρικών συρμάτων, μαστίγιο, συνδετήρας ηλεκτρικών συρμάτων, λεπτή ράβδος

Μεταφράσεις: βέργα

βέργα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rod, pointer, withe, rail, twig, stick

βέργα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
indicador, vara, barra, withe, contundencia, aparentes, mimbre, de contundencia

βέργα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stange, cursor, stab, zeigestock, rute, schreibmarke, verfaulen, faulen, vorstehhund, zeiger, weiss, withe

βέργα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
barreau, badine, barre, verge, férule, baguette, tringle, indice, canne, pointeur, indicateur, perche, bâton, curseur, index, gaule, withe, cep

βέργα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indicatore, lancetta, asta, verga, bacchetta, withe, vitigni

βέργα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pau, haste, verga, vara, estaca, foguete, vime, withe, cepa, junco

βέργα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schacht, paal, stokje, pijp, staf, spitsroede, roede, baar, stang, gard, wilgeteen, withe, knutselen met, knutselen

βέργα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скипетр, показатель, указатель, штанга, стержень, рычаг, пойнтер, шток, удочка, указание, указка, орясина, розга, шпицрутен, тяга, батог, лоза, лозы

βέργα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stav, stang, kjepp, viser, withe, vintre

βέργα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stång, stav, visare, spö, VIDJEBAND, withe, vidja

βέργα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
patukka, piiska, kohdistin, keppi, vitsa, kursori, varsi, tanko, osoitin, sauva, vihta, withe, köynnöskasvin

βέργα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stang, stav, komitéens, withe, med komitéens

βέργα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tyč, hůl, prut, metla, rákoska, ukazatel, vrbový prut, proutí, prutů, withe

βέργα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
drąg, przyrząd, legawiec, strzałka, rózga, laska, wędka, wskaźnik, różdżka, drążek, pręt, wskazówka, młot, witka, withe, oziny, łoziny, wikliny

βέργα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mutatópálca, váltókar, vizsla, fugázó, javaslat, vadászvizsla, szoborfaragó, kihézagolás, mérlegnyelv, fűzfavesszőkötés, withe, Vesszőből fonott, veszőből

βέργα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çubuk, değnek, withe

βέργα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
застарілий, рококо, гостро, багатозначно, лоза, виноградна лоза

βέργα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkop, lidh me thupra, lidh me thupra e, thupër shelgu

βέργα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стрелка, лозови, се бяло

βέργα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палка, лаза, вінаградная лаза

βέργα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keps, osuti, viit, kepike, väät

βέργα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
letva, šipka, ptičar, nišandžija, nagovještaj, štap, aluzija, kazna, plitka, prut

βέργα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
withe

βέργα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
virga, indicium

βέργα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
strypas, lazda, vytelė, withe, vytinė

βέργα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
makšķere, vica, withe

βέργα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
withe

βέργα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nuia, tijă, nuia de salcie sau de răchită, lozie, withe

βέργα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
withe

βέργα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tyč, trhlo, vŕbový, vrbový
Τυχαίες λέξεις