Λέξη: ασκητισμός

Σχετικές λέξεις: ασκητισμός

χριστιανικός ασκητισμός

Μεταφράσεις: ασκητισμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asceticism, ascetism
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ascetismo, ascesis, el ascetismo, ascética, la ascesis
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
askese, Askese, die Askese, der Askese, Asketismus
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ascèse, ascétisme, l'ascétisme, l'ascèse, ascétique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ascesi, ascetismo, l'ascetismo, ascetica, l'ascesi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ascetismo, ascese, o ascetismo, asceticismo, ascética
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ascetisme, ascese, de ascese, asceticism, ascetische
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подвижничество, аскетизм, аскетизма, аскетика, аскеза, аскетизму
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
askese, askesen, asceticism, et asketisk liv, asketisk liv
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
asceticism, asceticismen, askes, asketism, asketismen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
askeesi, askeettisuutta, asketismi, asketismin, asketismia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
askese, askesen, asketisme, asketiske
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
askeze, askeze se, asketismus, asketický, askezi
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
asceza, ascetyzm, ascezy, asceticism, ascetyzmu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önsanyargatás, aszkézis, aszketizmus, aszketizmust, aszkézist
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sofuluk, asceticism, asketikler, çilecilik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аскетизм
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
asketizëm, asketizmi, asketizmit, asketizmi i, asketizmin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аскетизъм, аскетизма, подвижничество, аскетизмът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аскетызм, аскетызму
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
askeetlus, askees, askeetlikkus, asketismi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
asketizam, isposništvo, askeza, su asketizam
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
asceticism
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asketizmas, asketiškumas, askezė, Ascetyka, Askētisms
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
askētisms
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аскетизам, подвизуваше, подвижнички, аскетизмот, аскеза
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ascetism, ascetismul, ascetismului, asceza, asceză
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
askeze, asketizem, askeza, asketizem je
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
askéza, askézy, askéze, askeze, odriekanie
Τυχαίες λέξεις