Raczkować στα ελληνικά

Μετάφραση: raczkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύρομαι, μπουσουλάω, σύρσιμο, αρκουδίζω, περπατούν στα τέσσερα, σύρνομαι στα τέσσερα
Raczkować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barbaryzm στα ελληνικά - βαρβαρισμός, βαρβαρότητα, βαρβαρότητας, τη βαρβαρότητα, η βαρβαρότητα
  • eskortować στα ελληνικά - καβαλιέρος, συνοδεύω, ακολουθία, συνοδεία, συνοδός, συνοδείας, συνοδό, ...
  • hipnotyzowanie στα ελληνικά - υπνωτισμό, ύπνωση
  • inaugurować στα ελληνικά - ανοίγω, εγκαινιάζω, ανοικτός, ανοιχτός, εγκαινιάσει, εγκαινιάσουμε, εγκαινιάζουμε, ...
Τυχαίες λέξεις
Raczkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύρομαι, μπουσουλάω, σύρσιμο, αρκουδίζω, περπατούν στα τέσσερα, σύρνομαι στα τέσσερα