Rdzoodporny στα ελληνικά
Μετάφραση: rdzoodporny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανοξείδωτος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezpowrotnie στα ελληνικά - αμετάκλητα, ανέκκλητα, οριστικά, αμετάκλητη, αμετακλήτως
- bezprawie στα ελληνικά - ανομία, ανομίας, την ανομία, παρανομίας, παρανομία
- cellon στα ελληνικά - ντοπάρω, Cellon, η Cellon
- homeopata στα ελληνικά - ομοιοπαθητικός, ομοιοπαθητικό, ομοιοπαθητικού, τον ομοιοπαθητικό, ο ομοιοπαθητικός
Τυχαίες λέξεις
Rdzoodporny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανοξείδωτος
Μεταφράσεις: ανοξείδωτος