Λέξη: ληστεία

Συνώνυμα: ληστεία

πειρατεία, κλοπή, λογοκλοπία, αρπαγή, θηριωδία, κακουργία

Μεταφράσεις: ληστεία

ληστεία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mugging, robbery, brigandage, banditry, heist

ληστεία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rapiña, latrocinio, asalto, despojo, robo, robo a mano, el robo, robos, atraco

ληστεία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beraubung, raub, räuberei, ausraubend, Raubüberfall, Raub, Überfall

ληστεία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
spoliation, vol, attaque, rapine, agression, banditisme, pillage, cambriolage, brigandage, vol qualifié, vol à main, vols à main, le vol

ληστεία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rapina, furto, rapine, rapina a mano, rapine a mano

ληστεία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
roubo, assalto, extorsão, roubos, robbery

ληστεία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roof, beroving, diefstal, overval, overvallen

ληστεία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хулиганство, грабеж, грабёж, зубрежка, ограбление, кража, разбой, налет, ограбления, разбойничество

ληστεία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overfall, ran, ranet, tyveri, rans

ληστεία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
röveri, rån, rånet, robbery

ληστεία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ryöstö, ryöstön, ryöstöstä, ryöstöjen, ryöstöt

ληστεία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
røveri, røverier, tyveri, røveriet, overfald

ληστεία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
loupež, loupežnictví, lupičství, krádež, přepadení, loupeže, loupeží, loupeži

ληστεία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozbój, grabież, okradzenie, włamanie, rabunek, napad, skok, rabowanie, kradzież

ληστεία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rablás, rablásoktól, rablást, rablások, a rablás

ληστεία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soygun, soygunu, hırsızlık, robbery, bir soygun

ληστεία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
задушливо, пограбування

ληστεία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vjedhje, grabitje, plaçkitje, grabitja, plaçkitja

ληστεία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хулиганство, грабеж, обир, грабежи, кражба

ληστεία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рабаванне, абрабаванне, рабаваньне

ληστεία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
röövimine, röövimise, röövi, rööv, röövimiste

ληστεία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pljačka, otimačina, krađa, pljačke, razbojstvo, razbojništvo, razbojništva

ληστεία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rán

ληστεία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rapina, furtum

ληστεία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apiplėšimas, plėšimas, apiplėšimo, apiplėšimą, apiplėšimai

ληστεία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laupīšana, laupīšanu, laupīšanas, laupījumu, aplaupīšana

ληστεία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грабеж, разбојништво, грабежот, кражба, грабеж на

ληστεία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jaf, de jaf, jaful, tâlhărie, furt

ληστεία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rop, ropa, ropi, ropu, ropov

ληστεία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lúpež, krádež, korisť, loupež

Στατιστικά δημοτικότητας: ληστεία

Τυχαίες λέξεις