Λέξη: βιώσιμος

Σχετικές λέξεις: βιώσιμος

βιώσιμος τουρισμός ορισμός, βιώσιμοσ αστικόσ σχεδιασμόσ, βιώσιμος συνώνυμα, βιώσιμος τουρισμός, βιώσιμος χώρος

Συνώνυμα: βιώσιμος

υποφερτός, κατοικισιμός

Μεταφράσεις: βιώσιμος

βιώσιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
viable, sustainable, a viable, viable industry

βιώσιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
viable, viables, viabilidad, viable de

βιώσιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
funktionsfähig, lebensfähig, rentabel, brauchbar, realisierbar

βιώσιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vivace, réalisable, praticable, viable, faisable, viables, viabilité, rentable

βιώσιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
praticabile, vitale, valida, vitali, redditizia

βιώσιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
viável, viáveis, viabilidade, viable

βιώσιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
levensvatbaar, levensvatbare, haalbare, haalbaar, rendabel

βιώσιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жизнеспособный, жизнедеятельный, жизнеспособным, жизнеспособной, жизнеспособными, жизнеспособность

βιώσιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
levedyktig, levedyktige, livskraftig, forsvarlig, bærekraftig

βιώσιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
livskraftig, livskraftiga, livskraftigt, genomförbar, livsduglig

βιώσιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vireä, elinvoimainen, käytännöllinen, kukkea, kannattava, toteuttamiskelpoinen, elinkelpoinen, elinkelpoisia, elinkelpoisen

βιώσιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
levedygtig, levedygtige, levedygtigt, rentabel, rentabelt

βιώσιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
schůdný, uskutečnitelný, živý, životaschopný, životaschopné, životaschopná, životaschopnou, životaschopným

βιώσιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żywotny, wykonalny, realny, opłacalne, realną, rentowne, rentowny

βιώσιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
életképes, megvalósítható, életképesek, működőképes, az életképes

βιώσιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaşayabilir, canlı, uygulanabilir, geçerli, uygun bir

βιώσιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
життєздатність, життєздатний, життєдайний, життєздатне

βιώσιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i zbatueshëm, praktike, zbatueshëm, besueshme, e mundshme

βιώσιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жизнеспособен, жизнеспособна, жизнеспособни, жизнеспособно, жизнена

βιώσιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жыццяздольны, жыццяздольнай, жыцьцядзейны

βιώσιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elluviidav, mõistlik, rakendatav, elujõuline, elujõuliste, elujõulised, elujõulise, elujõuliseks

βιώσιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
održiv, sposoban za život, izvediv, održiva, održivo

βιώσιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagkvæmur, raunhæfur, raunhæfa, hagkvæmt, hagkvæm

βιώσιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
perspektyvus, perspektyvi, gyvybingi, Matomų, gyvybinga

βιώσιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzīvotspējīgs, dzīvotspējīga, dzīvotspējīgas, dzīvotspējīgu, Dzīvotspējīgi

βιώσιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
остварлива, остварлив, одржлива, одржливи, остварливо

βιώσιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
posibil, viabil, viabilă, viabile, viabila, viabilitatea

βιώσιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izvedljiva, izvedljive, izvedljiv, uspešna, uspešne

βιώσιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
životaschopný, realizovateľný, životaschopného, životaschopné, životaschopnú
Τυχαίες λέξεις