Rozdzielać στα ελληνικά
Μετάφραση: rozdzielać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζω, διανέμω, απονέμω, ξεχωριστός, χωριστός, χωρίζω, κατανέμω, μοίρα, μοιράζομαι, αναθέτω, κλήρος, ιδιαίτερος, αγορά, διχοτομία, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cerber στα ελληνικά - κηδεμόνας, φύλακας, θεματοφύλακας, κηδεμόνα, θεματοφύλακα
- dworskość στα ελληνικά - αβρότητα, αβρότης, αρχοντιάς, αρχοντιά
- hierarchicznie στα ελληνικά - ιεραρχικά, ιεραρχική, ιεραρχικώς, ιεραρχημένο, ιεραρχημένο τρόπο
- homozygotyczny στα ελληνικά - ομόζυγο, ομόζυγη, ομόζυγα, ομόζυγοι, ομόζυγων
Τυχαίες λέξεις
Rozdzielać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζω, διανέμω, απονέμω, ξεχωριστός, χωριστός, χωρίζω, κατανέμω, μοίρα, μοιράζομαι, αναθέτω, κλήρος, ιδιαίτερος, αγορά, διχοτομία, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη
Μεταφράσεις: μοιράζω, διανέμω, απονέμω, ξεχωριστός, χωριστός, χωρίζω, κατανέμω, μοίρα, μοιράζομαι, αναθέτω, κλήρος, ιδιαίτερος, αγορά, διχοτομία, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη