Λέξη: συμπλοκή

Σχετικές λέξεις: συμπλοκή

συμπλοκή φιλάθλων στο νέο κόσμο, συμπλοκή στα σεπόλια, συμπλοκή με τραυματίεσ φιλάθλουσ στην θεσσαλονίκη, συμπλοκή ελλήνων-γερμανών μαθητών σε εκδρομή στην τσεχία, συμπλοκή κασιδιάρη - κανέλλη στο στούντιο, συμπλοκή οπαδών, συμπλοκή για τα μάτια, συμπλοκή ελλήνων και προκλητικών γερμανών μαθητών σε εκδρομή στην τσεχία..., συμπλοκή στο γκύζη, συμπλοκή αστυνομικών και ληστών με καλάσνικοφ

Συνώνυμα: συμπλοκή

φιλονικία, σύγκρουση, κλαγγή, κρότος, σύρραξη, διαπληκτισμός, πάλη, αγών, καυγάς, μάλωμα, συνάντηση, μνηστεία, αρραβώνες, ασχολία, υπόσχεση, σύμπλεξη

Μεταφράσεις: συμπλοκή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fray, scuffle, affray, clash, engagement, tussle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
zipizape, riña, pelear, pelea, refriega, forcejeo, escaramuza
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tätlichkeiten, handgreiflichkeiten, handgemenge, gefecht, schlägerei, gewühl, Rauferei, Handgemenge, scuffle, Gemenge
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
s'user, effiler, rixe, tapage, querelle, effilocher, parfiler, s'effilocher, bousculade, bagarre*, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mischia, rissa, tafferuglio, zuffa, baruffa, colluttazione, scuffle
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
barulho, certificado, briga, tumulto, jogada confusa, scuffle, alguma confusão
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slag, strijd, gevecht, treffen, kamp, handgemeen, vechtpartij, strafschopgebied gooit, het strafschopgebied gooit, Hierdoor ontstaat er verwarring
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обтрепаться, перетереть, пугать, потасовка, истрепать, обтрепываться, обтрепать, скандал, обшаркивать, стычка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slagsmål, basketak, basketaket, kaos, scuffle
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slagsmål, scuffle, kunde ha tagit ledningen, handgemäng, tumultet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kahakka, kärhämä, tappelu, scuffle, tapella
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
håndgemæng, slagsmål, forvirring, noget håndgemæng, scuffle
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
třepit, bitka, mela, rvačka, pranice, roztřepit, šarvátka, výtržnost, potyčka, rvačce, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tarmoszenie, wystrzępić, zwada, strzępić, wycierać, szatkować, bić, awantura, szamotać, burda, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
saraboló, kikopás, garázdálkodás, tömegverekedés, kirojtosodás, dulakodás, sarabolókapa, rendbontás, tolókapa, csata, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıpranmak, kavga, scuffle, boğuşma, karambol, itiş kakış
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потріпати, бійка, протирати, зношувати, зіткнення, драка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përleshje, rrëmujë, rrëmujë u, kacafytje, Përleshja
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
драка, сбиване, боричкане, схватка, разбъркване, борба
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бойка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kisma, kähmlus, rüselus, lööming, kähmlema, kaklema
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tučnjava, svađa, tuča, gužva, gungula, kavga, buka, tući se, tući
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Áflog
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susipešti, brūkščioti, muštynės, peštis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
scuffle
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разривам, тепачка, тек, тек е
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ceartă, încăierare, scuffle, încăierarea, bătaie, răfuiala
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Tučnjava
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
potýčka, hádka, fyzické napadnutie, potyčka
Τυχαίες λέξεις