Λέξη: σελιδοδείκτης

Σχετικές λέξεις: σελιδοδείκτης

σελιδοδείκτης κατασκευή, σελιδοδείκτης καρδια, σελιδοδείκτης στα αγγλικά, σελιδοδείκτης google, σελιδοδείκτης αγγλικα, σελιδοδείκτησ in english, σελιδοδείκτης με φως, σελιδοδείκτης λεξικό, σελιδοδείκτης σε pdf, σελιδοδείκτης word

Μεταφράσεις: σελιδοδείκτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bookmark, bookie, AddThis Feed Button Bookmark, a bookmark, bookmark is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corredor de apuestas, bookie, apuestas, corredor, de apuestas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lesezeichen, Buchmacher, zu erhalten, bookie
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
signet, bookmaker, bookie, preneur aux livres, le bookmaker
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allibratore, bookie, bookmaker
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apostador profissional, bookie, bookmaker, agenciador, apostador
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boekmaker, bookie, bookmaker, bookie te, bookmakers
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
закладка, экслибрис, букмекер, букмекером, букмекера, букмекеры
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bookie, bookmaker, bookmakeren
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bookie, bookmaker, bookien, en bookie, bookmakers
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirjanmerkki, vedonvälittäjä, Bookie, Vedonlöyntifirman
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bookmaker, Bookie, Bookie og, bookmakeren
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
záložka, bookmaker, Bookie
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakładka, bukmacher, bukmachera, Bookie, bukmacherem, Bookie nie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bukméker, bookie, bukmékert, buki, a bukméker
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
müşterek bahisçi, Bookie, bahisçi, bahisçisi, Bahisçin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
закладення, закладка, букмекер, букмекери
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bastavënës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
букмейкър, букмейкърите, на букмейкърите, букмейкъра, залози на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
букмекер, букмекеры
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järjehoidja, bookie, kihlvedude vahendaja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
znak, kladioničar, Kladionica, FC Kladionica, Bookie, kladionice
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bookie
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Bukmeikers, Bookie, Bukmacher
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bukmeikers
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
bookie
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pariuri, Bookie, agent de pariuri, Bookie la
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stavnica, Bookie, stavami, Bookie je, Bookie in
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
záložka, bookmaker, bookmakerov, bookmakerov v, bookmakrom
Τυχαίες λέξεις