Rozpływać στα ελληνικά

Μετάφραση: rozpływać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιώνω, διαλυθεί, διαλύονται, διαλύει, διαλύουν, διαλύσει
Rozpływać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alidada στα ελληνικά - alidade
  • ambrozja στα ελληνικά - αμβροσία, Ambrosia, αμβροσίας, με αμβροσία, αμβροσία για
  • dyplomować στα ελληνικά - πιστοποιητικό, βεβαιώνω, πιστοποιώ, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει
Τυχαίες λέξεις
Rozpływać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιώνω, διαλυθεί, διαλύονται, διαλύει, διαλύουν, διαλύσει