Λέξη: νήμα

Σχετικές λέξεις: νήμα

νήμα noodles, νήμα power pro, νήμα ψαρέματος, νήμα της στάθμης, νήμα για πλέξιμο, νήμα για μακραμέ, νήμα katia, νήμα πλεξίματος, νήμα για jigging, νήμα για βελονάκι

Συνώνυμα: νήμα

ένδειξη, οδηγός, ίχνος, νύξη, αφήγημα, απίθανη ιστορία, τρίχες, ακτή, πλεξούδα, παραλία, νήμα σχοινιού, κλωστή, σπείρωμα βίδας, λεπτό σύρμα, λεπτό νήμα

Μεταφράσεις: νήμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
strand, thread, yarn, filament, thread has
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hebra, hilo, rosca, hilo de, subproceso, thread
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
faden, ader, ranke, handlungsfaden, strand, strang, litze, strähne, Gewinde, Faden, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bord, quai, filament, rive, cordon, fil, côte, fibre, rivage, filetage, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spiaggia, filo, filetto, discussione, filettatura, del filo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estreito, costa, fio, linha, segmento, discussão, lista de discussão
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
snoer, draad, stranden, garen, thread, schroefdraad, discussie
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прядь, участок, стренга, скручивать, разрывать, нить, резьба, поток, нити, Тема
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tråden, tråd, gjenge
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
strand, tråd, gänga, tråden, gäng
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaistale, ketju, helminauha, kaulaketju, lanka, kierre, säiettä, langan, thread
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tråd, gevind, tråden, gevindet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vlákénko, břeh, pobřeží, vlákno, závit, nit, nitě, podproces
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kosmyk, nitka, włókno, nabrzeże, skręt, splotka, wątek, pasmo, skrętka, brzeg, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fonál, szál, szálra szűkíthető, menet, menetes, menettel
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iplik, Konuyu, parçacığı, iş parçacığı, ipliği
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ділянку, берег, пасмо, ділянка, дільниця, нитка, нитку, нить, нитки
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fije, thread, Temë, Temë me, fije të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нишка, конец, резба, конци, сраници
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нiтка, нітка, нітку, ніць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiud, tross, niit, niidi, thread, lõng, lõime
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plaža, obala, nit, niza, poruka, thread, konac
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þráður, þráð, þræði, þræðinum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sriegis, gija, siūlai, giją, siūlų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vītne, pavediens, diegs, diegi, diegu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Тема, конец, навој, нишка, темата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fir, șirul, filet, fire, firului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vlákno, pramen, nit, navoj, sukanec, nitmi, navojem
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlákno, závit, závity

Στατιστικά δημοτικότητας: νήμα

Τυχαίες λέξεις