Λέξη: αιτούμαι

Σχετικές λέξεις: αιτούμαι

αιτούμαι την χορήγηση δικαιωμάτων εθνικού αποθέματος για την περίοδο 2014, αιτούμαι αρχικοι χρονοι, αιτούμαι σύνταξη, αιτούμαι της, αιτούμαι κλίση, αιτούμαι γενική, αιτούμαι τινός, αιτούμαι αδείας, αιτούμαι συνώνυμα, αιτούμαι αδεια

Μεταφράσεις: αιτούμαι

αιτούμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apply, hereby request, I request, I hereby, hereby apply, I hereby apply

αιτούμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emplear, utilizar, usar, aplicar, solicitar, solicitud, solicitud de, petición, pedido, petición de

αιτούμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anlegen, umtun, erzwingen, gelten, benutzen, zutreffen, anwenden, auflegen, verwenden, hiermit, wird, hierbei, hierdurch

αιτούμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apposer, sollicitez, retourner, s'appliquer, consacrer, requérir, solliciter, utiliser, mettre, vouer, adapter, applique, dédier, raccrocher, référer, appliquer, demande, requête, la demande, demande de

αιτούμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
usare, applicare, adoperare, richiesta, domanda, richiesta di, di richiesta

αιτούμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aplicar, empregar, usar, solicitação ora, de solicitação ora

αιτούμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leggen, zetten, opleggen, benutten, aandoen, toepassen, aanwenden, hierbij, verklaart, wordt, verklaart voor, rechtdoende

αιτούμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
употребить, обращаться, относиться, прикладывать, применять, использовать, приложить, подсинивать, применить, касаться, ставить, вменять, употреблять, обратиться, прилагать, прикладываться, настоящим, тем самым, самым, добровольно, таким образом

αιτούμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjelde, bruke, søke, herved, med dette, hermed, gir herved

αιτούμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
använda, bruka, tillämpa, begagna, nyttja, härmed, skall, följande dom, skall upphöra, skall upphöra att

αιτούμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käyttää, panna, työllistää, sovelluttaa, käytellä, hinkua, täten, antanut seuraavan, ratkaissut asian seuraavasti, on ratkaissut asian seuraavasti, on antanut seuraavan

αιτούμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
benytte, bruge, anmoder hermed om, anmoder hermed, ansøger hermed, ansøger hermed om, anmoder hermed om at

αιτούμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přiložit, připisovat, obrátit, požádat, používat, upotřebit, věnovat, žádat, použít, tímto, mění, rozhodl takto, proto, se tímto

αιτούμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ubiegać, zgłaszać, stosować, zgłosić, dotyczyć, nanieść, używać, zwracać, zastosować, odnieść, nakładać, poświęcać, przyłożyć, realizować, posmarować, aplikować, niniejszym, wprowadza, zostaje, traci

αιτούμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ezennel, ezúton, következőképpen, következőképpen határozott, a következőképpen határozott

αιτούμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uygulamak, işbu, burada, burada işi, vesile, vesileyle

αιτούμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звертатись, використовувати, ставитись, справжнім, цим, справжньою, сьогоденням, реальним

αιτούμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbatoj, kërkesë, kërkesa, kërkesë për, kërkesën, kërkesës

αιτούμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
С настоящото, се, настоящото, настоящото се, тук

αιτούμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сапраўдным, гэтым, сучаснасцю, дадзеным, сапраўднай

αιτούμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taotlema, Käesolevaga, kiidetakse, otsustab, tunnistatakse, õigus

αιτούμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ovime, ovim, ovim putem, ovdje, je ovdje

αιτούμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hér, hér með, hér með yfir

αιτούμαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sumo

αιτούμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vartoti, naudoti, prašau, šiuo laišku prašome, šiuo prašome, laišku prašome, prašome atsakyti

αιτούμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lietot, izmantot, Ar šo, šo, šo tiek, tiek, nospriež

αιτούμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Со ова, ова, предмет, предмет на, ова се

αιτούμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aplica, cerere, cererea, solicitare, solicitarea, cereri

αιτούμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
použít, se, s tem, tem, razsodilo, tem sklepom

αιτούμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
týmto, takto, tento, tomto, v tomto
Τυχαίες λέξεις