Rozprasować στα ελληνικά

Μετάφραση: rozprasować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισοπεδώνω, ισιώνω, εξομαλύνει, τακτοποιηθούν, διευθετήσουν τα, εξομαλύνουν, εξομαλύνουν τις
Rozprasować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anestezjolog στα ελληνικά - αναισθησιολόγος, αναισθησιολόγο, αναισθησιολόγου, anesthesiologist, τον αναισθησιολόγο
  • bielenie στα ελληνικά - λευκαντικό, χλωρίνη, λεύκανση, λεύκανσης, whitening, τη λεύκανση, λεύκανση των
  • gestykulować στα ελληνικά - είδα, πριόνι, πριονίζω, χειρονομώ, χειρονομούν
  • jajeczko στα ελληνικά - αυγό, αυγών, αυγού, των αυγών, ωάριο
Τυχαίες λέξεις
Rozprasować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισοπεδώνω, ισιώνω, εξομαλύνει, τακτοποιηθούν, διευθετήσουν τα, εξομαλύνουν, εξομαλύνουν τις