Λέξη: κουτσουρεύω
Συνώνυμα: κουτσουρεύω
κολοβώνω, ακρωτηριάζω, κολοβώ
Μεταφράσεις: κουτσουρεύω
κουτσουρεύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mutilate, truncate
κουτσουρεύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mutilar, truncar, truncará, truncate, trunca, truncadas
κουτσουρεύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kürzen, stutzen, abschneiden, abgeschnitten, truncate
κουτσουρεύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tronquer, estropier, mutilons, déformer, mutilent, mutilez, défigurer, mutiler, écorcher, truncate, tronquée, tronqué, tronque
κουτσουρεύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
troncare, troncherà, tronca, troncamento, truncate
κουτσουρεύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mostarda, mutilar, truncar, truncate, truncado, truncar o, trunca
κουτσουρεύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afknotten, afkappen, truncate, afgekapt, beknotten
κουτσουρεύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изувечивать, искажать, коверкать, увечить, изувечить, калечить, перекалечить, уродовать, урезать, обрезать, усечение, усечь, усекать
κουτσουρεύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lemleste, avkorte, kutte, avkorter, trunkert, bli avkortet
κουτσουρεύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trunkera, truncate, trunkerar, stympa, korta av
κουτσουρεύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teloa, silpoa, runnella, rampauttaa, ruhjoa, katkaista, lyhentää, typistä, katkaisu, typistää
κουτσουρεύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
truncate, afkorte, trunkerer, trunkere, afkorter
κουτσουρεύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
znetvořit, komolit, zohavit, zkomolit, zmrzačit, osekat, zkrátit, zkrátí, zkrácení, truncate
κουτσουρεύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kaleczyć, zniekształcać, psuć, skaleczyć, okaleczać, ścięty, okroić, obciąć, truncate, obcięte
κουτσουρεύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megcsonkít, levág, csonkolni, csonkolja, csonkolják
κουτσουρεύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesmek, kesecek, truncate, kesilemiyor, kesirli kısmını
κουτσουρεύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
німий, урізати, урізувати, скоротити, зменшити, врізати
κουτσουρεύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkurtoj, kufizoj, cungoj, pres majë, heq majë
κουτσουρεύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пресечен, отрязан, се отреже, отрязвам крайчеца на, окастрям
κουτσουρεύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зрэзаць, урэзаць, ўрэзаць, падразаць, ўразаць
κουτσουρεύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kärpima, lühenda, kärpige, trunkaat, kärbi
κουτσουρεύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skratiti, izrezati, izrežite, tupo ispupčen, truncate
κουτσουρεύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
HÃ, Hámarkslengd, aftanaf
κουτσουρεύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trumpinti, sutrumpinti, sutrumpintas, nukirsti, nukirskite
κουτσουρεύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saīsināt, saīsina, apraut, apcirpt, nogriezt
κουτσουρεύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скратувајќи, намалит, да се скрати, да ја намалите, се скратувајќи
κουτσουρεύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trunchia, trunchiați, a trunchia, trunchiază, trunca
κουτσουρεύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odsekana, skrajšate, Skrajšati, skrajšajte, izrežete
κουτσουρεύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osekať, osekat, okosiť
Τυχαίες λέξεις