Rzeźbiarstwo στα ελληνικά
Μετάφραση: rzeźbiarstwo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλυπτική, γλυπτό, άγαλμα, βωμός, γλυπτικής, γλυπτά, γλυπτών
Μεταφράσεις
- czopuch στα ελληνικά - καπνοδόχος, καυσαερίων, καπνοδόχου, καπναγωγού, flue
- fizjoterapeuta στα ελληνικά - φυσιοθεραπευτής, Φυσικοθεραπευτής, Φυσικοθεραπευτή, Φυσιοθεραπευτή, Φυσιοθεραπεύτρια
- fuszerować στα ελληνικά - παλιάνθρωπος, χάνω, μπερμπάντης, κακοφτιάχνω, Μπανγκλ, Bungle, Τσαπατσουλιά, ...
- harpun στα ελληνικά - καμάκι, με καμάκι, καμάκι για, καμακιών, το καμάκι
Τυχαίες λέξεις
Rzeźbiarstwo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλυπτική, γλυπτό, άγαλμα, βωμός, γλυπτικής, γλυπτά, γλυπτών
Μεταφράσεις: γλυπτική, γλυπτό, άγαλμα, βωμός, γλυπτικής, γλυπτά, γλυπτών