Skonstruować στα ελληνικά
Μετάφραση: skonstruować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, οικοδομώ, αναπτύσσω, χτίζω, ανάστημα, μπόι, κορμοστασιά, αναπτύσσομαι, κατασκευή, κατασκευάσουν, κατασκευάσει, την κατασκευή, κατασκευαστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- administrator στα ελληνικά - διαχειριστής, διαχειριστή, διαχειριστή του, το διαχειριστή, διαχειριστής του
- ciotka στα ελληνικά - θεία, η θεία, τη θεία, θείας, της θείας
- duchowieństwo στα ελληνικά - ιερατείο, ιερωσύνη, ιεροσύνη, ιεροσύνης, της ιεροσύνης
- encefalograficzny στα ελληνικά - εγκεφαλογράφημα
Τυχαίες λέξεις
Skonstruować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, οικοδομώ, αναπτύσσω, χτίζω, ανάστημα, μπόι, κορμοστασιά, αναπτύσσομαι, κατασκευή, κατασκευάσουν, κατασκευάσει, την κατασκευή, κατασκευαστεί
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, οικοδομώ, αναπτύσσω, χτίζω, ανάστημα, μπόι, κορμοστασιά, αναπτύσσομαι, κατασκευή, κατασκευάσουν, κατασκευάσει, την κατασκευή, κατασκευαστεί