Λέξη: ετήσια

Σχετικές λέξεις: ετήσια

ετήσια δήλωση δσα, ετήσια κάρτα για όλα τα μέσα, ετήσια έκθεση παραγωγού αποβλήτων 2013, ετήσια αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης, ετήσια δήλωση δικηγόρου, ετήσια έκθεση της τράπεζας της ελλάδος, ετήσια δήλωση δσα 2014, ετήσια έκθεση ελληνικού εμπορίου 2013, ετήσια έκθεση αξιολόγησης του σχολείου, ετήσια αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης (άρθρο 16 κ.φ.ε)

Μεταφράσεις: ετήσια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
yearly, annual, an annual, year, the annual
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anual, anualmente, año, anuales, anual de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jährlich, Jahres, jährlichen, jährliche
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
annal, annuellement, annuaire, annuel, annuelle, chaque année, année
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
annualmente, annuo, annuale, annua, anno
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ano, anual, anualmente, anuais, por ano
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jaarlijks, jaar-, jaarlijkse, jaar, per jaar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
годичный, ежегодный, годовой, годовалый, одногодичный, ежегодно, год, в год
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
årlig, årlige, hvert år, i året
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
årlig, annuitet, årligen, årliga, år, varje år
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vuotuinen, vuosittainen, vuosittain, jokavuotinen, vuodessa, vuosi
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
årlig, årligt, årlige, hvert år, året
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ročně, roční, každoroční, každoročně, každý rok
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
roczny, całoroczny, coroczny, doroczny, rocznie, corocznie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
évenkénti, évenként, évi, éves, évente
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıllık, yıl, yılda, her yıl
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
річний, річної, річною, річного, річній
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vjetor, vjetore, vit, çdo vit, në vit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ежегодния, годишно, ежегодно, годишен, годишна, всяка година
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гадавы, гадавой
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
iga-aastane, igal aastal, kord aastas, aastas, aastane
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
godišnji, godišnje, godišnja, jednom godišnje, svake godine
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árlega, ári, á ári, árleg
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kasmet, metus, per metus, metinis, metinė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
katru gadu, gadā, ik gadu, reizi gadā, ikgadējo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
годишно, годишни, годишните, годишна, годишен
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
anual, anuală, anuale, an, anuala
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
roční, letno, letna, letni, vsako leto, letne
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
každoroční, roční, ročne, rok, za rok, roka, do roka

Στατιστικά δημοτικότητας: ετήσια

Τυχαίες λέξεις