Skorumpować στα ελληνικά
Μετάφραση: skorumpować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφθείρω, ξεμαυλίζω, αλλοιώνω, εκμαυλίζω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- defetystyczny στα ελληνικά - ηττοπαθής, ηττοπαθή, ηττοπαθείς, ηττοπαθές, ηττοπαθούς
- dysponowanie στα ελληνικά - διάθεση, διάθεσης, διάθεσή, απόρριψης, απόρριψη
- ekspedient στα ελληνικά - σοβατζής, υπάλληλος, υπάλληλο, γραμματέα, γραμματέας, υπαλλήλου
- inkoherencja στα ελληνικά - incoherency
Τυχαίες λέξεις
Skorumpować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφθείρω, ξεμαυλίζω, αλλοιώνω, εκμαυλίζω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Μεταφράσεις: διαφθείρω, ξεμαυλίζω, αλλοιώνω, εκμαυλίζω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα