Διαφθείρω στα πολωνικά

Μετάφραση: διαφθείρω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
psuć, skorumpować, korumpować, zepsuty, zepsuć, skazić, sprzedajny, zdeprawować, gorszyć, demoralizować, psuć moralnie
Διαφθείρω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφθείρω

διαφθείρω αοριστοσ, διαφθείρω αρχικοι χρονοι αρχαια, διαφθείρω αρχικοι χρονοι, διαφθείρω λεξικο, διαφθείρω συνώνυμο, διαφθείρω λεξικό γλώσσας πολωνικά, διαφθείρω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • διαφημίζω στα πολωνικά - zawiadamiać, anonsować, reklamować, obwieszczać, sugerować, ogłaszać, zareklamować, ...
  • διαφημιστικός στα πολωνικά - reklamowanie, rozgłaszanie, reklama, reklamy, reklamowych, reklamowe, reklamowa
  • διαφθορά στα πολωνικά - zepsucie, sprzedajność, korupcja, przekupstwo, przekłamanie, uszkodzenie, korupcji, ...
  • διαφορά στα πολωνικά - dyferencja, różnica, spór, rozrzut, nieporozumienie, różnicy, różnicę, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφθείρω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: psuć, skorumpować, korumpować, zepsuty, zepsuć, skazić, sprzedajny, zdeprawować, gorszyć, demoralizować, psuć moralnie