Skruszenie στα ελληνικά

Μετάφραση: skruszenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλάσιμο, συντριβή, brokenness, το brokenness, του brokenness
Skruszenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • awanturniczość στα ελληνικά - adventurousness, περιπετειώδη, περιπετειώδη αναζήτηση
  • bezwartościowy στα ελληνικά - σπαταλώ, κενό, λύμα, φτηνός, άχρηστος, σπατάλη, απόβλητα, ...
  • dostroić στα ελληνικά - συντονίζω, μελωδία, κουρδίζω, συντονιστείτε μέχρι, τόνο επάνω, συντονιστείτε επάνω, μελωδία μέχρι, ...
  • dyftongizować στα ελληνικά - diphthongize
Τυχαίες λέξεις
Skruszenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλάσιμο, συντριβή, brokenness, το brokenness, του brokenness