Λέξη: βρόχος

Σχετικές λέξεις: βρόχος

βρόχος κλειδωμένης φάσης, βρόχος υστέρησης, βρόχος ανακατεύθυνσης, βρόχος σφάλματος, βρόχος ανατροφοδότησης, βρόχος ανάδρασης, βρόχοσ λεξικο, βρόχος συνώνυμα, βρόχος γείωσης, βρόχος ή βρόγχος

Συνώνυμα: βρόχος

θηλειά, κάνω θηλείαν, κουλούρα, πλέγμα, μάτι δίκτυου, κολπίσκος, θηλιά σχοινιού, θηλιά, κρεμάλα, θήλεια, παγίδα, παγίς, δίκτυο

Μεταφράσεις: βρόχος

βρόχος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
loop, snare, mesh, loop is, loop of

βρόχος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bucle, lazo, circuito, bucle de, de bucle

βρόχος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
öse, schleife, schlinge, schlaufe, kreislauf, looping, Schleife, Schlaufe, Schleifen, Loop

βρόχος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
volte, boucle, oeillet, lacs, la boucle, boucle de, boucles, en boucle

βρόχος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
annodare, cappio, riccio, anello, ciclo, loop di, ad anello

βρόχος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assomar, tear, laço, laçada, ciclo, circuito, lacete

βρόχος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breisteek, maas, strik, steek, lus, loop, lijn, aansluitnet

βρόχος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бугель, контур, петля, пучность, петелька, удавка, цикл, петли, цикла

βρόχος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
løkke, sløyfe, sløyfen, løkken

βρόχος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ögla, slinga, slingan, loop, sling

βρόχος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiemura, silmukka, silmukan, loop, piirin

βρόχος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
loop, sløjfe, løkke, løkken, sløjfen

βρόχος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smyčka, smyčky, smyčku, loop, smyčkou

βρόχος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kokarda, zwitka, węzeł, obwód, podwiązać, zapętlenie, pętelka, pętla, pętli, loop, pętlę, w pętli

βρόχος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
karika, méhhurok, kabátakasztó, hurok, loop, hurkot, ciklus, hurkú

βρόχος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
döngü, loop, çevrim, döngüsü, ilmek

βρόχος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
селюк, селючка, петля, зашморг, петливши

βρόχος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lak, loop, me lak, lak i, lakut

βρόχος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
контур, примка, бримка, ухо, лупинг

βρόχος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пятля, завеса, петля

βρόχος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
silmus, aas, loop, silmuse, ahela

βρόχος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
karika, petlja, prsten, omča, petlje, loop, petlji

βρόχος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bugur, lykkja, lykkju, hliðar

βρόχος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kilpa, linijos, ciklo, kilpos, loop

βρόχος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cilpa, cilpas, cilpu, loop, sakaru līnija

βρόχος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јамка, циклус, телефонска линија, циклусот, циклус на

βρόχος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
buclă, bucla, buclă de, buclei, loop

βρόχος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
očko, zanka, loop, zanke, zanko, efektno

βρόχος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
očko, slučka, loop, slučky, smyčka
Τυχαίες λέξεις