Solić στα ελληνικά
Μετάφραση: solić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεραπεύω, καπνίζω, αλατίζω, παστώνω, αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Μεταφράσεις
- adoracja στα ελληνικά - λατρεία, λατρείας, προσκύνημα, τη λατρεία, η λατρεία
- bezzałogowy στα ελληνικά - μη επανδρωμένα, μη επανδρωμένων, τα μη επανδρωμένα, σε μη επανδρωμένα, για μη επανδρωμένα
- breja στα ελληνικά - λίπος, slush, λάσπη χιονιού, μισολειωμένο, μισολειωμένο προϊόν
- brokerski στα ελληνικά - μεσίτης, Broker, μεσίτη, χρηματιστή, χρηματιστές
Τυχαίες λέξεις
Solić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεραπεύω, καπνίζω, αλατίζω, παστώνω, αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Μεταφράσεις: θεραπεύω, καπνίζω, αλατίζω, παστώνω, αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων