Λέξη: ορεινός

Σχετικές λέξεις: ορεινός

ορεινός αγώνας ναμάτων, ορεινός λέων, ορεινός τουρισμός, ορεινός πυρηναίων, ορεινός αγώνας γερανείων, ορεινός όγκος ζήρειας, ορεινός λασσάνειος δρόμος, ορεινός όγκος της ζήρειας, ορεινός βιόκηπος, ορεινός ξενώνας μουρικίου

Μεταφράσεις: ορεινός

ορεινός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mountainous, highland, mountain, mountain range, a mountainous

ορεινός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
montañoso, montañosa, montaña, montañosas, montañas

ορεινός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebirgig, bergig, Berg, Gebirgs, bergigen

ορεινός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
montagneux, montagneuse, montagne, montagnes, montagneuses

ορεινός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
montuoso, montagnoso, montuosa, montagna, montagnosa

ορεινός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
montanhoso, montanhosa, montanhosas, montanha, montanhas

ορεινός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bergachtig, bergachtige, bergen, berggebieden, de bergen

ορεινός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гористый, громадный, горный, нагорный, горная, горной, гористая

ορεινός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fjell, fjellrike, fjelland, fjellrikt

ορεινός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bergig, bergiga, bergigt, bergs, fjäll

ορεινός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vuoristoinen, vuoristoista, vuoristoisilla, vuoristoisen, vuoristoisten

ορεινός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bjergrige, bjergrig, bjergrigt, bjerge, bjergområder

ορεινός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hornatý, hornatá, horské, hornaté, horských

ορεινός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
górzysty, śródgórski, górski, górskich, górzyste, górzysta

ορεινός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hegyvidéki, hegyes, hegyi, a hegyvidéki, hegyek

ορεινός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dağlık, dağlık bir, dağ

ορεινός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
альпіністи, гористий

ορεινός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
malor, malore, malore e, male, malor dhe

ορεινός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
планински, планинска, планинско, планинския, планинската

ορεινός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарысты

ορεινός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mägine, mägistes, mägised, mägi-, mägisest

ορεινός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brdovit, planinski, gorovit, planinska, planinsko, gorsko

ορεινός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjöllum, fjöllótt, fjalllent

ορεινός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalnuotas, kalnuota, kalnuoto, kalnuotos, kalnuotoje

ορεινός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kalnains, kalnaina, kalnainais, kalnainu, kalnains reljefs

ορεινός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
планински, планинската, планинскиот, планинските, планинска

ορεινός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
muntos, muntoasă, montan, montană, muntoase

ορεινός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
goratega, gorata, gorat, gorato, hribovit

ορεινός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hornatý
Τυχαίες λέξεις