Λέξη: πίφερο
Μεταφράσεις: πίφερο
πίφερο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
file, pifero
πίφερο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lima, fichero, limar, pifero
πίφερο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aktenmappe, feilen, einordnen, einreiten, file, briefordner, brief, ordner, mappe, kartei, feile, akte, datei, aktenordner, reihe, pifero
πίφερο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fichier, limer, file, mettre, classeur, classer, recueil, classement, dossier, registre, lime, répertoire, pifero
πίφερο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schedario, ordinare, lima, pifero
πίφερο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fila, arquivar, lima, figura, pifero
πίφερο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dossier, bestand, vijl, pifero
πίφερο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цепочка, пилочка, дело, вереница, отделка, пилка, полировка, шеренга, представлять, подпилок, скоросшиватель, вертикаль, очередь, хвост, зарегистрировать, файл, pifero
πίφερο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brevordner, fil, kartotek, pifero
πίφερο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fil, pifero
πίφερο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viila, syyttää, taltioida, kansio, rivi, viilata, pifero
πίφερο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fil, pifero
πίφερο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kartotéka, zařadit, opilovat, rejstřík, fascikl, vypilovat, desky, stavět, pilník, pilovat, uložit, založit, pifero
πίφερο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ewidencja, pilnik, kartoteka, piłować, układać, szpagat, rejestr, registrator, plik, segregator, skoroszyt, segregować, akta, akt, rząd, zbiór, pifero
πίφερο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ráspoly, akta, adatállomány, sor, iratcsomó, kartoték, pifero
πίφερο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eğe, klasör, törpü, dosya, pifero
πίφερο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
реєструвати, лаву, картотека, полірування, пиляти, pifero
πίφερο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pifero
πίφερο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
pifero
πίφερο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
pifero
πίφερο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viil, toimik, pifero
πίφερο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
turpija, turpijati, red, pifero
πίφερο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pifero
πίφερο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lima
πίφερο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
byla, dildė, pifero
πίφερο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vīlīte, vīle, pifero
πίφερο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
pifero
πίφερο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pilă, pifero
πίφερο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
datoteka, kilovat, spis, pifero
πίφερο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spis, pilník, pifero
Τυχαίες λέξεις