Sprawnie στα ελληνικά
Μετάφραση: sprawnie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδέξια, σβέλτα, ικανά, ικανώς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cudzoziemiec στα ελληνικά - εξωγήινος, αλλοδαπός, ξένος, αλλοδαπού, αλλοδαπό, ξένων
- docisk στα ελληνικά - πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του
- dyplomata στα ελληνικά - διπλωμάτης, διπλωμάτη, διπλωμάτης των
- dławić στα ελληνικά - στραγγαλίζω, πνίγω, εμφράκτης, τσοκ, πνίξει, στραγγαλιστικό πηνίο, του τσοκ
Τυχαίες λέξεις
Sprawnie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδέξια, σβέλτα, ικανά, ικανώς
Μεταφράσεις: επιδέξια, σβέλτα, ικανά, ικανώς